- χλαπάτσα
- η вет. эхинококков печени
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλαπάτσα — και χλαμπάτζα, η, Ν βλ. κλαπάτσα … Dictionary of Greek
χλαπάτσα — η κλαπάτσα, η ασθένεια των ζώων «διστομίαση» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλαπάτσα — και χλαπάτσα, η κοινή ονομασία τής νόσου τών μηρυκαστικών διστομίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. (κουτσοβλάχ.) galbeatsa ή ρουμ. gălbează] … Dictionary of Greek
χλαμπάτζα — η, Ν βλ. χλαπάτσα … Dictionary of Greek
βούρλα — η 1. η μούρλα, η τρέλα. 2. αρρώστια των προβάτων, χλαπάτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)